Δήμος Νικολάου Σκουφά
  • English
  • Ελληνικά
Δήμος Νικολάου Σκουφά

Οι τρεις μάχες του Κομποτίου

Όταν οι Σουλιώτες αρνήθηκαν να συνθηκολογήσουν ο Χουρσίτ πασάς αποφάσισε ότι θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσει. Γι αυτό το σκοπό, πήρε μαζί του 15.000 περίπου άντρες για να πολιορκήσει το Σούλι.

Η περιοχή του Κομποτίου ήταν σημείο στρατηγικής σημασίας για τις Ελληνικές δυνάμεις που ήθελαν να προχωρήσουν προς το Σούλι ώστε να το υπερασπιστούν. Το εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από Έλληνες και Φιλέλληνες απαριθμούσε 3000 περίπου άντρες και το Κομπότι ήταν το σημείο ανεφοδιασμού που έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ώστε όλη η επιχείρηση να μην καταρρεύσει πριν την ώρα της.

Στις 7 Ιουνίου του 1822 ο Κανέλλος Δεληγιάννης, αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος των Πελοποννησίων με το Μάρκο Μπότσαρη στο πλευρό του, έφτασαν στο Κομπότι και έστησαν τα πρώτα πρόχειρα οχυρώματα στον Άγιο Γεώργιο και στην Ευαγγελίστρια που ήταν ήδη ένα ερειπωμένο μοναστήρι, όπως και σε τρείς πύργους της Άνω Χώρας. Δύο μέρες αργότερα, κατέφθασαν κι άλλα τμήματα του Ελληνικού στρατού και πήραν τις θέσεις τους στη γύρω περιοχή.

Οι Ελληνικές δυνάμεις οχυρώθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν μέσα και γύρω από το Κομπότι ενώ θέσεις μάχης είχαν πάρει και στον λόφο των Σελλάδων. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος από την πλευρά του εγκατέστησε το στρατηγείο του στο σπίτι του οπλαρχηγού του Κομποτίου, Αναστάση Χαβέλα.

Οι Τούρκοι που γνώριζαν ήδη τις προθέσεις και τις κινήσεις του Ελληνικού τακτικού στρατού αλλά και των άτακτων που καθοδηγούσαν οι οπλαρχηγοί, θεώρησαν ότι πρώτος και βασικός στόχος ήταν η κατάληψη του Κομποτίου ώστε να διακόψουν τον ανεφοδιασμό των Ελλήνων.

Κάρολος Νόρμαν

Στις 10 Ιουνίου του 1822 οι 500 ιππείς και άλλοι τόσοι πεζοί, υπό την καθοδήγηση των Κιουταχή και Ισμαήλ πασά Πλιάσα, που προσπάθησαν να καταλάβουν το Κομπότι υπέστησαν πανωλεθρία. Η επίθεσή τους, αν και χειμαρρώδης ανεκόπη επιτυχώς. Αρχικά βρέθηκαν απέναντι στους Φιλέλληνες με επικεφαλής τον Γερμανό στρατηγό Νόρμαν και τον Ιταλό αξιωματικό Δάνια οι οποίοι κράτησαν με άνεση τις θέσεις τους, όπως έκαναν στη συνέχεια και τα υπόλοιπα ελληνικά τμήματα που ενεπλάκησαν στη μάχη.

Το τέλος της μάχης, βρήκε τους Τούρκους να τρέπονται σε άτακτη φυγή κυνηγημένοι από τους Έλληνες. Στο πεδίο μάχης, άφησαν τουλάχιστον 150 νεκρούς. Ανάμεσά τους κι ο κεχαγιάς του Πλιάσα, ο Μετζάλης.

Από την Ελληνική πλευρά οι νεκροί ήταν μόλις 18 και οι τραυματίες 20. Αυτοί, νοσηλεύτηκαν στο «Νοσοκομείο Κομποτίου» που οργάνωσε ο Φιλέλληνας Πρώσος ιατρός Έλστερ. Μεταξύ των απωλειών ήταν και οι Φιλέλληνες Γιόχαν Μπόν, λοχαγός από το Αννόβερο και Όττο Φόν Χοβέ, υπολοχαγός από την Βαυαρία.

Οι Τούρκοι θεώρησαν πως θα έπρεπε να ξαναδοκιμάσουν να καταλάβουν το Κομπότι και να διακόψουν τον ελληνικό ανεφοδιασμό. Το Κομπότι πλέον προστάτευαν μόλις 150 άνδρες. Έτσι στις 26 Ιουνίου 1822 μια ακόμη Τουρκική επίθεση έλαβε χώρα και πάλι όμως χωρίς επιτυχία. Στο πεδίο της μάχης άφησαν τέσσερις νεκρούς και κατά την υποχώρησή τους πήραν μαζί τους δεκάδες τραυματίες. Η ελληνική πλευρά μέτρησε τρείς νεκρούς.

Η Τρίτη προσπάθεια των Τούρκων να πάρουν το Κομπότι πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουλίου 1822.
Τα στρατεύματα του Κιουταχή, χίλιοι περίπου άνδρες, πολιόρκησαν το χωριό το οποίο εξακολουθούσε να προστατεύει μικρή ελληνική δύναμη, αποτελούμενη από όχι περισσότερους από 150 άντρες.

Μάρκος Μπότσαρης

Οι Μεσολογγίτες, Αιτωλικιώτες και Ζυγιώτες με τους τραυματίες που είχαν από τις προηγούμενες συγκρούσεις , κλείσθηκαν στην εκκλησία της Ευαγγελιστρίας και αμύνθηκαν σθεναρά. Και κράτησαν τα πόστα τους, μέχρι που έφτασαν ενισχύσεις από το Πέτα με τους άντρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη μαζί με τις δυνάμεις των Γρίβα και Ράγκου, να απωθούν τους Οθωμανούς και να τους τρέπουν σε φυγή. Οι Τούρκοι άφησαν πίσω τους ξανά πολλούς νεκρούς αν και για αυτή τη μάχη δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία σχετικά με τις απώλειές τους. Οι Έλληνες είχαν μόνο 7 τραυματίες.

 

Το Κομπότι έμεινε όρθιο, αλλά η αρχική αποστολή να σπάσει η πολιορκία του Σουλίου είχε ήδη αποτύχει. Έτσι, οι ελληνικές δυνάμεις αποφάσισαν να δώσουν την τελική μάχη στο Πέτα, μια απόφαση που αποδείχθηκε μοιραία.

 

Η μάχη στο Κομπότι

 


 

Ο τραυματισμός του Γεώργιου Καραϊσκάκη

 

Γεώργιος Καραϊσκάκης

Στο Κομπότι όμως συνέβη και ένα άλλο ιστορικό γεγονός.

Στις 30 Μαΐου του 1821, λίγο μετά την έναρξη της Επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης,  επικεφαλής 40 ανδρών, επιτέθηκε μαζί με τον Γιαννάκη Κουτελίδα, αρματολό των Τζουμέρκων, εναντίον των Τούρκων που είχαν στην κατοχή τους το χωριό. Η προσπάθειά τους να το καταλάβουν όμως απέτυχε.  Στις 8 Ιουνίου εκδηλώθηκε νέα ελληνική επίθεση. Μετά από πεισματική εξάωρη μάχη, οι Τούρκοι του Ισμαήλ πασά Πλιάσα άρχισαν να υποχωρούν, έχοντας υποστεί σημαντικές απώλειες. Ο Καραϊσκάκης τότε άρχισε να ειρωνεύεται, με τη συνηθισμένη του «αβρότητα», τους εχθρούς.

 

Δεν αρκέστηκε όμως σε αυτό και ανέβηκε σε έναν βράχο και τους φανέρωσε επιδεικτικά τα οπίσθιά του. Αμέσως έγινε στόχος για έναν Τούρκο σκοπευτή. Μια σφαίρα τρύπησε τον μηρό του Έλληνα οπλαρχηγού και τον τραυμάτισε στα γεννητικά όργανα. Η ζημιά πάντως δεν ήταν ανεπανόρθωτη. Αφού ανάρρωσε στο Λουτράκι, ο θρασύς πολεμιστής επανεμφανίστηκε ανάμεσα στους επαναστάτες, έτοιμος για νέους ηρωισμούς.

Δήμος Νικολάου Σκουφά