Η σφαγή του Κομμένου ήταν μια από τις πιο αποτρόπαιες και μεγαλύτερες δολοφονίες αμάχων στην ιστορία της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στις 16 Αυγούστου 1943, στο χωριό Κομμένο που είναι χτισμένο κοντά στις όχθες του ποταμού Άραχθου. Συνολικά 317 άνθρωποι δολοφονήθηκαν, από τους οποίους 97 νήπια και παιδιά ηλικίας μέχρι 15 ετών, ενώ 119 ήταν γυναίκες.
Με στόχο να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων και να διαλύσουν τις αντιστασιακές οργανώσεις οι Γερμανοί έθεσαν σε εφαρμογή τη χιτλερική αρχή της «αλληλέγγυας ευθύνης». Κάθε δράση σε βάρος των στρατευμάτων κατοχής, σήμαινε πολύ απλά αντίποινα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.
Στις 15 Αυγούστου, ημέρα της γέννησης της Παναγίας Θεοτόκου, οι κάτοικοι γιόρταζαν το πανηγύρι τους.
Τα χαράματα, ωστόσο, της 16 Αυγούστου σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό Mark Mazower εκατό άντρες, 400 κατά τον Κομμενιώτη γυμνασιάρχη Στέφανο Παππά, του 12 λόχου του 98 Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Αποστολή του γερμανικού λόχου ήταν η εξαφάνιση του χωριού.
Διοικητής του 98 Συντάγματος ήταν ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, ενώ διοικητής του 12 λόχου ήταν ο υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ. Με την ανατολή του ήλιου, και κύκλωσαν το χωριό, οι μονάδες εφόδου έλαβαν με δύο φωτοβολίδες το σύνθημα και άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Δεν άφηναν τίποτε όρθιο. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μια απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά.
Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα κόπηκαν στα δυο ή διαλύθηκαν και δε βρέθηκαν ποτέ. Η σφαγή κράτησε έξι ώρες. Δρόμοι, αυλές, καμένα σπίτια, κήποι, χαντάκια, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να τους θάψει. Όσοι σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν τα δάκρυα και τον πόνο.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Ήταν τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Χάθηκαν όλοι. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη. Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια.
Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.
Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν κανείς δεν αντέχει ούτε να την ακούει. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 119 γυναίκες. Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος.
Κάθε χρόνο στις 16 Αυγούστου, ο Δήμος Νικολάου Σκουφά, πραγματοποιεί εκδηλώσεις , για να τιμήσει τη μνήμη των αδικοχαμένων κατοίκων του Κομμένου.